- τσεπώνω
- Ν [τσέπη]1. βάζω ή κρύβω κάτι στην τσέπη μου2. μτφ. αποκομίζω κέρδη με αθέμιτα, συνήθως, μέσα («οι μεσάζοντες τσέπωσαν και φέτος μεγάλα ποσά»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τσεπώνω — τσεπώνω, τσέπωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
τσεπώνω — τσέπωσα, τσεπώθηκα, τσεπωμένος 1. βάζω ή κρύβω κάτι στην τσέπη μου: Τσέπωσε αυτό που βρήκε στο δρόμο. 2. αποκομίζω κέρδος και μάλιστα αθέμιτο: Τσέπωσε πολλά λεφτά από το λαθρεμπόριο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τσέπωμα — το, Ν [τσεπώνω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού τσεπώνω … Dictionary of Greek
ενθυλακώνω — 1. βάζω κάτι στην τσέπη, ιδιοποιούμαι κάτι αδίκως ή παρανόμως, τσεπώνω 2. κλείνω μέσα σε θύλακο. [ΕΤΥΜΟΛ. < εν + θυλακώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1880 στον Δημ. Καρέκλη] … Dictionary of Greek
θυλακώνω — [θύλακος] βάζω στη σακούλα ή στην τσέπη, τσεπώνω … Dictionary of Greek
εγκολπώνομαι — εγκολπώθηκα, εγκολπωμένος, μτβ. 1. παίρνω κάτι στην αγκαλιά μου ή στις τσέπες μου, το αγκαλιάζω ή το τσεπώνω: Εγκολπώθηκε κρυφά τα 100 ευρώ. 2. μτφ., αποδέχομαι με ευχαρίστηση, ενστερνίζομαι: Εγκολπώθηκε τις σοσιαλιστικές ιδέες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θυλακώνω — θυλάκωσα 1. θέτω κάτι στην τσέπη. 2. μτφ., εισπράττω χρήματα, τσεπώνω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)